- σεισμόγραμμα
- σεισμόγράφημα τό сейсмограмма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σεισμόγραμμα — και σεισμογράφημα, το, Ν (γεωφ.) γραφική παράσταση που δίνεται από έναν σεισμογράφο και μπορεί να προέρχεται είτε από άμεση είτε από φωτογραφική καταγραφή ή από αναγραφή σε μαγνητική ταινία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. seismogram (<… … Dictionary of Greek
σεισμογράφημα — το, Ν βλ. σεισμόγραμμα … Dictionary of Greek
σεισμολογία — Κλάδος της γεωφυσικής, που εξετάζει τα σεισμικά φαινόμενα, δηλαδή τους σεισμούς και το σύνολο των εκδηλώσεων που συνδέονται με αυτούς. Κύριος σκοπός της σ. είναι η έρευνα του τρόπου διάδοσης, των σεισμικών κυμάτων που γεννιούνται στην εστία του… … Dictionary of Greek